- πρυτανεία
- η1. το αξίωμα του πρύτανη.2. η υπηρεσία γύρω από τον πρύτανη.3. περίοδος θητείας του πρύτανη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρυτανεία — πρυτανείᾱ , πρυτάνειος of fem nom/voc/acc dual πρυτανείᾱ , πρυτάνειος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πρυτανείᾱ , πρυτανεία presidency fem nom/voc/acc dual πρυτανείᾱ , πρυτανεία presidency fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανείᾳ — πρυτανείᾱͅ , πρυτάνειος of fem dat sg (attic doric aeolic) πρυτανείᾱͅ , πρυτανεία presidency fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανεία — (I) η, ΝΑ, και ιων. τ. πρυτανηΐη και αττ. τ. προτανία και προτανεία Α [πρυτανεύω] (στην αρχ. Αθήνα) 1. η θητεία τών πενήντα βουλευτών καθεμιάς από τις δέκα φυλές, που ισοδυναμούσε χρονικά με το 1/10 τού έτους 2. το αξίωμα ή η κυβέρνηση τών… … Dictionary of Greek
πρυτανεῖα — πρυτανεῖον the magistrates hall neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτάνεια — πρυτάνειος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανείας — πρυτανείᾱς , πρυτάνειος of fem acc pl πρυτανείᾱς , πρυτάνειος of fem gen sg (attic doric aeolic) πρυτανείᾱς , πρυτανεία presidency fem acc pl πρυτανείᾱς , πρυτανεία presidency fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανείαν — πρυτανείᾱν , πρυτάνειος of fem acc sg (attic doric aeolic) πρυτανείᾱν , πρυτανεία presidency fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανεῖαι — πρυτανεία presidency fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανηίη — πρυτανεία presidency fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανείο(ν) — το / πρυτανεῑον, ΝΜΑ, και πρυτάνιον και ιων. τ. πρυτανήϊον και αιολ. τ. προτανήϊον και αττ. τ. προτανεῑον και κρητ. τ. βρυτανεῑον Α (στην αρχαιότητα) 1. δημόσιο οικοδόμημα που βρισκόταν αρχικά στην επονομαζόμενη αγορά τού Θησέως, η οποία… … Dictionary of Greek